- αἱμόρρυτοι
- αἱμόρρυτοςdripping bloodmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίκυς — κῑκυς, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) δύναμη, ενεργητικότητα («σοὶ δ οὐκ ἔνεστι κῑκυς οὐδ αἱμόρρυτοι φλέβες» δεν έχεις δύναμη μέσα σου ούτε τρέχει στις φλέβες σου αίμα, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ… … Dictionary of Greek